Ουλμ

Ουλμ
(Ulm). Πόλη (108930 κάτ.) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο κράτος (Land) Μπάντεν-Βύρτεμπεργκ. Βρίσκεται στους πρόποδες του Σουηβικού Ιούρα (Schwabische Alb) και στην αριστερή όχθη του άνω ρου του Δούναβη (που εδώ δεν είναι ακόμα πλωτός), απέναντι στην πόλη Νέα Ουλμ (του κράτους της Βαυαρίας), με την οποία συνδέεται με ταχέα συγκοινωνιακά μέσα. Η Ο., που είναι γνωστή στην πολιτική και καλλιτεχνική ιστορία κυρίως για τη μάχη που κέρδισε ο Ναπολέων κατά των Αυστριακών στις 14 Οκτωβρίου 1805 και για τον γοτθικό καθεδρικό ναό της, χτίστηκε τον Μεσαίωνα και παρουσίασε ακμή τον 14o και 15o αι. ως ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη και ως εμπορικό και ζωοτεχνικό κέντρο από τα σπουδαιότερα και ζωηρότερα της νότιας Γερμανίας. Σήμερα, η οικονομία της βασίζεται σε διάφορες βιομηχανικές δραστηριότητες, όπως η μεταλλομηχανουργία, τα είδη διατροφής, η υφαντουργία και τα όργανα ακριβείας, και στις εμπορικές συναλλαγές. Από τα μνημεία της ιστορική και καλλιτεχνική σημασία έχουν ο γοτθικός καθεδρικός ναός (Munster), που άρχισε να χτίζεται το 1377, αλλά αποπερατώθηκε μόνο στο τέλος του περασμένου αιώνα με βάση τα αρχικά σχέδια και κυρίως το Δημαρχείο (Rathaus), χτισμένο σε ρυθμό γοτθικό και Αναγέννησης, με μεγάλες νωπογραφίες του 16ου αι. Άποψη της Ουμ. Ιδρυμένη στο Μεσαίωνα, η γερμανική αυτή πόλη άρχισε να ακμάζει το 14ο - 15ο αι. και σήμερα βασίζει την οικονομία της στο εμπόριο και στη βιομηχανία της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Σιρλίν, Γιοργκ ο Πρεσβύτερος — (Syrlin, Ουλμ 1425 – 1491). Γερμανός γλύπτης. Ήταν επιδέξιος τεχνίτης στο κόψιμο της πέτρας και του ξύλου όπου δημιουργούσε απίθανες διακοσμητικές μορφές. Τα αριστουργήματά του θεωρούνται τα 89 επιτύμβια μνημεία στον μητροπολιτικό ναό της Ουλμ… …   Dictionary of Greek

  • Αούστερλιτς — (Austerlitz). Γερμανική ονομασία της κωμόπολης Σλάφκοφ στην επαρχία Μοραβίας της Τσεχίας, κέντρου αγροτικής περιοχής. μάχη του Α. Αποφασιστική φάση του πολέμου μεταξύ των ενωμένων αυστριακών και ρωσικών δυνάμεων εναντίον του Ναπολέοντα Α’, που… …   Dictionary of Greek

  • Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της …   Dictionary of Greek

  • Μούλτσερ, Χανς — (Hans Multscher, Ράιχενχοφεν, περ. 1400 – Ουλμ 1467). Γερμανός ξυλογλύπτης και ζωγράφος. Εργάστηκε κυρίως στην Ουλμ από το 1427 έως το 1467. Τα σημαντικότερα έργα του είναι τα δύο εικονοστάσια των Αγίων Τραπεζών του Βούρτσαχ και του Βιπιτένο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

  • Liste der griechischen Bezeichnungen deutscher Orte — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ 5 Ε 6 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Exonyme für deutsche Toponyme — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ …   Deutsch Wikipedia

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”